ισοκράτειος

ισοκράτειος
-ο(ν) (Α ἰσοκράτειος, -ον) [Ισοκράτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρήτορα Ισοκράτη («ἰσοκράτειοι λόγοι», Φιλόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσοκράτειος — of Isocrates masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτειον — Ἰσοκράτειος of Isocrates masc/fem acc sg Ἰσοκράτειος of Isocrates neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκρατείου — Ἰσοκράτειος of Isocrates masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκρατείους — Ἰσοκράτειος of Isocrates masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκρατείων — Ἰσοκράτειος of Isocrates masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτεια — Ἰσοκράτειος of Isocrates neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτειοι — Ἰσοκράτειος of Isocrates masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανταζής — Επώνυμο ιστορικών προσώπων. 1. Δημήτριος. Έλληνας λόγιος(1814 – 1884). Δημοσίευσε περισσότερες από 150 μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες και μετέφρασε το αρχαιολογικό λεξικό του Σμιθ. Έγραψε αρχαιολογικό οδηγό της Αθήνας και πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”